Τι εστί Καλλικάντζαρος

Αυτά μου είπε κάποτε ένας Καλικάντζαρος




«Είμαι ένας Καλικάντζαρος που βλέπει την πορεία των Ελλήνων εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια.




Εμείς οι καλικάντζαροι έχουμε την τάση να χώνουμε την μύτη μας παντού και να φέρνουμε τα πάνω κάτω.




Εσείς όμως θα μας στείλετε στο ταμείο ανεργίας καθώς τα τελευταία χρόνια τα καταφέρνετε μια χαρά από μόνοι σας.




Σκέφτηκα λοιπόν να σας μιλήσω λιγάκι για την ιστορία σας, για τους προγόνους σας και για τον τρόπο που αυτοί αντιμετώπιζαν τις καταστάσεις.»



Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Πως τον γνώρισα

Εκείνο το πρωινό, η ανησυχία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του κόσμου. Όλοι αμίλητοι τρέχανε στα λιθόστρωτα δρομάκια της αγοράς, μαζευόντουσαν κάτω από την Ακρόπολη με βλέμμα που μαρτυρούσε τον φόβο που έκρυβαν μέσα τους. Ένα βουητό ακουγόταν από το πρωί ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης. Όλοι ψιθύριζαν τα νέα με έναν τρόπο σχεδόν συνωμοτικό. Ακαταλαβίστικες φράσεις και μισόλογα, το μόνο που κατάφερναν ήταν να επιτείνουν  τον πανικό. Αυτό ήταν, πανικός και άγνοια, το χειρότερο μείγμα, και όμως το μείγμα αυτό είχε απλωθεί πάνω από ολόκληρη την πολιτεία.
«Μα τι συμβαίνει;» σκέφτηκα, καθώς κατευθυνόμουν προς την αγορά. «Όλοι είχαν πέσει θύμα μαζικής υστερίας;» Ένα πιτσιρίκι πέρασε δίπλα μου τρέχοντας σχεδόν πανικόβλητο, κρατώντας σφιχτά στα χέρια του ένα μαντίλι, κάτι είχε μέσα κρυμμένο.  Έπεσε πάνω μου και σχεδόν μου έκοψε την ανάσα. Το έπιασα από το μπράτσο θυμωμένος «Πρόσεχε ρε παιδί μου, με σακάτεψες…» με κοίταξε με μάτια όλο απορία, σαν να του μιλούσε φάντασμα «…τι τρέχεις έτσι; Τι έγινε; Θα μου πει κανείς;», έσφιξε πάνω στο στήθος του την πετσέτα με δύναμη και μου φώναξε «’Έρχονται, έρχονται» έκανε με μία κίνηση να φύγει και το τράβηξα ξανά προς το μέρος μου «Ποιοι έρχονται; Ανάθεμα σε, ποιοι;» το πιτσιρίκι γλίστρησε από το χέρι μου και συνέχισε να τρέχει, μετά από λίγα μέτρα, γύρισε το κεφάλι  του και ούρλιαξε «Οι Πέρσες, οι Πέρσες» και χάθηκε ανάμεσα στο πλήθος.
«Οι Πέρσες! Άλλο και τούτο πάλι! Τι δουλεία έχουν οι Πέρσες εδώ;» Έτρεξα στην αγορά, μπας και βρω κανέναν γνωστό να μου πει τι γίνεται πραγματικά, γιατί το πιτσιρίκι μάλλον είχε φοβηθεί την σκιά του και έλεγε βλακείες! Ευτυχώς (ή δυστυχώς) η άγνοια μου δεν συνεχίστηκε για πολύ, φτάνοντας στην αγορά βρήκα τον φίλο μου τον Αλέξανδρο, είχε καθίσει σε μία γωνιά, παράμερα, και παρακολουθούσε κάτι τύπους που τσακώνονταν. Βασικά όλοι όσοι ήταν μαζεμένοι εκεί, είχαν σχηματίσει «πηγαδάκια» και λογομαχούσαν μεταξύ τους, σωστό χάος, μου θύμιζε λίγο προεκλογικές αναμετρήσεις πεζοδρομίου. Όλοι ήταν εμφανώς εκνευρισμένοι και φοβισμένοι, ταυτόχρονα.    
Ο φίλος μου λοιπόν μου εξήγησε τι είχε συμβεί από το πρωί, και είχε δημιουργηθεί τόσος πανικός. Ο Περσικός στρατός είχε αποβιβαστεί στον Μαραθώνα και απειλούσε να εισβάλλει στην Αθήνα. Αυτός ήταν ο λόγος που είχε επικρατήσει αυτό το χάος. Αμέσως ένοιωσα το αίσθημα της ευθύνης να καλύπτει το αίσθημα του φόβου «Σαν ελεύθεροι πολίτες έχουμε ιερό καθήκον να υπερασπιστούμε την πολιτεία μας, θα πολεμήσουμε».  Αμ δε, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Όπως μου εξήγησε λοιπόν ο Αλέξανδρος είχαν παρουσιαστεί πολλά προβλήματα που καθιστούσαν, πρακτικά, αδύνατο να πολεμήσουν οι Αθηναίοι. Ποια ήταν αυτά; Για να τα δούμε ένα- ένα.
Καταρχάς έχε ξεσπάσει ισχυρότατη διαμάχη για το εάν έπρεπε να πολεμήσουμε ή όχι. Κάποιοι ισχυρίζονταν ότι ο πόλεμος θα είχε αρνητικές συνέπειες στην οικονομία της πόλης καθώς θα καταστρέφονταν οι υποδομές μας, έπρεπε λοιπόν να διαπραγματευτούμε με τους Πέρσες. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν ότι δεν πρέπει να λαμβάνουμε αποφάσεις βασισμένοι σε εξάρσεις εθνικισμού και ότι η καλύτερη αντιμετώπιση θα ήταν να κρατήσουμε μία μετριοπαθή και ψύχραιμη στάση, ως ώριμη και πολιτισμένη κοινωνία.  Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι θα έπρεπε να αρχίσουμε διαπραγματεύσεις με την Περσία, ώστε να τους πείσουμε για τα οφέλη που θα αποκόμιζαν εφόσον σταματούσαν την εισβολή και ξεκινούσαμε εμπορικές σχέσεις μαζί τους. Κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν ότι η διαφορές μεταξύ Αθηνών και Περσίας θα έπρεπε να επιλυθούν με βάση το δίκαιο και ότι η πολεμική σύγκρουση ήταν αναχρονισμός, ανεπίτρεπτος σε πολιτισμένα κράτη. Υπήρχαν και κάποιοι που λέγανε ότι ο Μαραθώνας είναι μακριά από την Αθήνα, ότι ανήκει στους λαγούς που κατοικούν εκεί, και ότι δεν έπρεπε να χαθούν ζωές για κάποια χωράφια.
Υπήρχαν όμως και πρακτικά προβλήματα όσον αφορά την λήψη της απόφασης για πόλεμο. Δεν υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα στο δημόσιο ταμείο ώστε να κινητοποιηθεί ο στρατός, λόγο της δημόσιας σπατάλης των προηγούμενων ετών. Το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών που είχαν την δυνατότητα να συνεισφέρουν οικονομικά, είχαν μεταφέρει τα χρήματα τους στην Κόρινθο, για να είναι ασφαλή σε περίπτωση που οι Πέρσες λεηλατούσαν την Αθήνα. Οι περισσότεροι νέοι που προέρχονταν από εύπορες οικογένειες είχαν φύγει κρυφά από την πόλη για να μην επιστρατευτούν εάν κάτι τέτοιο αποφασιζόταν, ενώ ούτε οι νέοι που προέρχονταν από φτωχές οικογένειες ήθελαν να πολεμήσουν, αφού οι πλούσιοι είχαν φύγει «γιατί να σκοτωθούμε εμείς για τα χωράφια των πλούσιων» έλεγαν. Υπήρχαν και πολλοί που αρνούνταν να στρατευτούν δηλώνοντας ότι ήταν αντίθετοι στην χρήση βίας και στην προοπτική να σκοτώσουν συνάνθρωπο τους. Ακόμα και όσοι ήταν ήδη σε υπηρεσία, είχαν αποσπασθεί σε διάφορες άλλες υπηρεσίες της πόλης με αποτέλεσμα οι μονάδες μάχης να είναι ημιεπανδρωμένες.
Βέβαια, ακόμα και όσοι ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν αντιμετώπιζαν άλλου είδους προβλήματα.  Οι περισσότεροι είχαν λάβει εκπαίδευση μόλις λίγων μηνών και δεν ήξεραν να χρησιμοποιούν τον ατομικό εξοπλισμό τους. Η στρατιωτική εκπαίδευση συρρικνωνόταν τα τελευταία έτη, τόσο για την εξοικονόμηση πόρων όσο και για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, ακόμα όμως και σε αυτό το μικρό διάστημα που πήγαιναν (όσοι πήγαιναν), η εκπαίδευση περιοριζόταν στα απολύτως βασικά (κυρίως για παρελάσεις) και ο μεγαλύτερος χρόνος αναλωνόταν σε σκοπιές και φυλάξεις.  Άλλο πρόβλημα ήταν ότι οι απόστρατοι ποτέ δεν ανακαλούνταν για εκπαίδευση, ώστε να μην διαταράσσεται η οικονομική ζωή της πόλης και να μην δυσανασχετούν οι πολίτες με αυτήν την «αγγαρεία», το αποτέλεσμα ήταν όσοι παρουσιάζονταν ως επίστρατοι να μην μπορούν «ούτε την ασπίδα να σηκώσουν», αποτέλεσμα της νωθρής ζωής.
Τα προβλήματα όμως δεν τελείωναν εκεί. Ο εξοπλισμός που υπήρχε ήταν απαράδεκτος από κάθε άποψη. Ασπίδες που ήταν άβολες και έσπαγαν με το πρώτο χτύπημα, τα κοντάρια από τα δόρατα ήταν σάπια και τα ξίφη στομωμένα, τα κράνη περιόριζαν το οπτικό πεδίο και ήταν πολύ βαριά.  Όλα αυτά τα υλικά είχαν αγοραστεί με πανάκριβες συμφωνίες, από διάφορους εμπόρους και τεχνίτες οι οποίοι (προκειμένου να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους και να βγάλουν τις «προμήθειες» που έδιναν σε αυτούς που υποστήριζαν τις συμφωνίες) χρησιμοποιούσαν «φτηνά» υλικά. Έτσι λοιπόν παρόλο που για τα στρατιωτικά υλικά η Αθήνα έδινε τεράστια ποσά, το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού ήταν «υποδεέστερο των απαιτήσεων».
Όλα αυτά μαζί είχαν δημιουργήσει μία τραγική κατάσταση στην πόλη. Έτσι πέρναγε η ώρα και ο καθένας φώναζε και κατηγορούσε όλους τους άλλους. Όλοι σταμάτησαν τις προσπάθειες επιστράτευσης και άρχισαν να τσακώνονται για το ποιος φταίει για την κατάσταση. Οι μεν είχαν αγοράσει τα άχρηστα κράνη, οι δε είχαν αγοράσει τα σάπια δόρατα, άλλοι τους αποκαλούσαν πολεμοκάπηλους και θέτανε το δίλλημα: ασπίδες ή αλεύρι. Ο καθένας φώναζε για το μακρύ του και το κοντό του και εγώ τους κοίταζα απορημένος.
Ένα χλιμίντρισμα ακούστηκε δίπλα μου και με έκανε να γυρίσω το βλέμμα. Ήταν ένα τεράστιο άλογο και επάνω στην ράχη του καθόταν ένας τύπος, ντυμένος στα μεταξωτά. Με κοίταξε με μάτια γεμάτα περιφρόνηση και αισθάνθηκα ότι, σαν πολίτης αυτής της πολιτείας, ήμουν μικρός, πολύ μικρός, σχεδόν νάνος.
«Ποιος είσαι εσύ;» Τον ρώτησα με φωνή που μόλις έβγαινε από το στόμα μου.  
«Είμαι  ο Δάτης, στρατηγός των Περσών»
«Πέρσης; Πώς μπήκες στην πόλη;»
«Η πύλη ήταν αφύλακτη»
Αφύλακτη; Δεν μπορεί… δεν είναι δυνατόν! Και όμως ήταν, η ώρα είχε πάει τρείς το μεσημέρι και… οι φύλακες της πύλης είχαν σχολάσει. Όλοι οι υπάλληλοι της πολιτείας είχαν σχολάσει… αύριο πάλι! Ένιωσα να με πλημυρίζει μία τεράστια απογοήτευση. Δεν ήταν δυνατόν.
 Ένα βούισμα στο κεφάλι μου ήρθε να ενωθεί με την απελπισία. Το βούισμα άρχισε να ακούγεται έντονα.  Πετάχτηκα πάνω και… έκλεισα το ξυπνητήρι. Ούφ, Ευτυχώς όλα ήταν ένα κακό όνειρο. Ούτε Πέρσες υπήρχαν, ούτε εισβολή, όλα ήταν ένας εφιάλτης. Εφιάλτης αλλά με τόσο γνώριμη διάσταση, εδώ που τα λέμε η πραγματικότητα μπορεί να γίνει πιο εφιαλτική από την ανθρώπινη φαντασία. Σκέφτομαι μόνο ότι είμαστε πολύ τυχεροί! Τυχεροί που οι Πέρσες ήρθαν τότε και δεν άργησαν κάποιους αιώνες! Φανταστείτε να ερχόντουσαν σήμερα! Και εάν άργησαν; Μήπως ξανάρθαν και είναι εδώ σήμερα; Νιώθω ξανά να με λούζει κρύος ιδρώτας. Αν για μία στρατιωτική εισβολή «αντιδράσαμε» έτσι… πώς θα αντιδράσουμε σε μία οικονομική εισβολή; Α πα πα. Ούτε να το σκέφτομαι, αυτά συμβαίνουν μόνο στους εφιάλτες… έτσι δεν είναι; Ας ελπίσουμε ότι έτσι είναι.
Εκεί λοιπόν σαν ξύπνισα, τον είδα να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι μου. Μου χαμογέλασε και αρχισε να λέει την ιστορία του...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου