Τι εστί Καλλικάντζαρος

Αυτά μου είπε κάποτε ένας Καλικάντζαρος




«Είμαι ένας Καλικάντζαρος που βλέπει την πορεία των Ελλήνων εδώ και αρκετές χιλιάδες χρόνια.




Εμείς οι καλικάντζαροι έχουμε την τάση να χώνουμε την μύτη μας παντού και να φέρνουμε τα πάνω κάτω.




Εσείς όμως θα μας στείλετε στο ταμείο ανεργίας καθώς τα τελευταία χρόνια τα καταφέρνετε μια χαρά από μόνοι σας.




Σκέφτηκα λοιπόν να σας μιλήσω λιγάκι για την ιστορία σας, για τους προγόνους σας και για τον τρόπο που αυτοί αντιμετώπιζαν τις καταστάσεις.»



Η σημασία του ασήμαντου

Στην εκκλησία του δήμου υπήρχε έντονη αναταραχή, το κλίμα ήταν αρκετά βαρύ και η ανησυχία ήταν έκδηλη μεταξύ των Αθηναίων πολιτών. Tα σύννεφα του επερχόμενου πολέμου ήταν πλέoν ορατά. Οι πρέσβεις των Λακεδαιμονίων ανέμεναν την απάντηση στο «τελεσίγραφο» που είχαν μόλις προσκομίσει στην Αθηναϊκή πολιτεία. Οι Σπαρτιατικές αιτιάσεις ήταν σχεδόν αστείες. Να εξοριστούν κάποιοι ιερόσυλοι ώστε να εξαγνιστεί η Αθήνα, να δοθεί ανεξαρτησία στην Αίγινα και «προ πάντων προειδοποιούσαν με μεγάλη επιμονή ότι θα μπορούσε να αποσοβηθεί ο πόλεμος» (Θουκ. Ιστ. Α 139) εάν καταργηθεί το ψήφισμα με το οποίο αποκλείονταν οι Μεγαρείς από την αγορά της Αθηναϊκής συμμαχίας (Μεγαρικό ψήφισμα). Οι απόψεις διίσταντο σχετικά με το τι έπρεπε να πράξουν, κάποιοι έλεγαν ότι η πόλη έπρεπε να δεχτεί τον πόλεμο, κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι το ψήφισμα δεν έπρεπε να σταθεί εμπόδιο στην διατήρηση της ειρήνης.
Στο βήμα ανέβηκε ο Περικλής του Ξανθίππου, η μεγαλύτερη προσωπικότητα της Αθήνας, και πήρε τον λόγο για να συμβουλέψει τους συμπολίτες του. Σε αυστηρό τόνο επικρίνει τους Λακεδαιμόνιους ότι «Για να λύσουν τις διαφορές μας προτιμούν τον πόλεμο από τις διαπραγματεύσεις και έρχονται τώρα, εδώ, να μας διατάξουν και όχι να παραπονεθούν» (Θουκ. Ιστ. Α 140) παράλληλα προτρέπει τους συμπολίτες του «Κανείς από σας μην νομίσει ότι θα πολεμήσουμε για ασήμαντη αφορμή αν δεν ανακαλέσουμε το Μεγαρικό ψήφισμα για το οποίο οι Λακεδαιμόνιοι λένε, τάχα, ότι αν καταργηθεί δεν θα γίνει πόλεμος» και συνεχίζει προειδοποιώντας τους «Το ασήμαντο αυτό είναι δοκιμασία του φρονήματος σας και της αποφασιστικότητας σας γενικά. Αν υποχωρήσετε θα προβάλλουν αμέσως, άλλη μεγαλύτερη απαίτηση, γιατί θα νομίσουν ότι και τώρα ενδώσατε από φόβο» (Θουκ. Ιστ. Α140) και καταλήγει λέγοντας «Όταν άνθρωποι προς τους οποίους είμαστε ίσοι, έρχονται χωρίς καμία διαιτησία και προβάλλουν απαιτήσεις, είτε αυτές είναι μικρές είτε είναι μεγάλες, τούτο σημαίνει ότι μας ζητούν υποταγή» (Θουκ. Ιστ. Α 141). Στην συνέχεια αναλύει την στρατηγική κατάσταση και προτείνει δράσεις για τον πόλεμο που είναι αναπόφευκτος καθώς οι αιτιάσεις αυτές ήταν η αφορμή για τους Σπαρτιάτες και όχι η αιτία.  
Στο τέλος της ομιλίας του προτείνει να απαντήσουν στους Λακεδαιμόνιους με τρόπο που να «από-νομιμοποιεί» διπλωματικά τις όποιες δράσεις τους. Θα επέτρεπαν στους Μεγαρείς να χρησιμοποιούν τις αγορές και τα λιμάνια των Αθηναίων, υπό τον όρο ότι και οι Λακεδαιμόνιοι θα καταργούσαν την «ξενηλασία» που εφάρμοζαν εναντίων των Αθηναίων και των συμμάχων τους (Θουκ. Ιστ. Α 144). Με αυτόν τον τρόπο για κάθε παραχώρηση που ζητούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, οι Αθηναίοι ζητούσαν ένα αντίστοιχο αντάλλαγμα, προκειμένου να δεχτούν. Φυσικά οι αντιπρόταση δεν έγινε δεκτή και ο πόλεμος ξεκίνησε. Όπως είχε αντιληφθεί ο Περικλής, εάν οι απαιτήσεις είχαν γίνει δεκτές, ήταν σίγουρο ότι θα ακολουθούσαν νέες ακόμα πιο μεγάλες έως ότου ο πόλεμος τελικά ξεκινούσε, καθώς τα πραγματικά αίτια ήταν εντελώς διαφορετικά.
  Σε ολόκληρη την ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου υπάρχουν τέτοια παραδείγματα στρατηγικής σκέψης, παραδείγματα που ήταν τότε όσο και σήμερα επίκαιρα, για όποιον θέλει να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο χαράσσεται στρατηγική και τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να λειτουργούν οι ελεύθεροι άνθρωποι και οι πολιτείες που θέλουν να παραμείνουν ελεύθερες. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο «Θουκυδίδης» διδάσκεται, σήμερα, σε σχολές που διαμορφώνουν στρατηγική σκέψη. Φυσικά οι μόνοι που αγνοούν πλήρως την σημασία της στρατηγικής σκέψης είναι… οι απόγονοι αυτών που την δημιούργησαν. Είμαστε περήφανοι για τους προγόνους μας και για αυτά που προσέφεραν σε ολόκληρο τον κόσμο (είτε πρόκειται για σκέψη, είτε πολιτισμό, είτε τέχνη, είτε επιστήμη) αλλά αγνοούμε επιδεικτικά το κάθε τι για το οποίο «είμαστε περήφανοι». Τα αγνοούμε και κάνουμε ακριβώς αυτά που απέφευγαν να κάνουν οι πρόγονοι μας. Φυσικά τα αποτελέσματα τις «άγνοιας» μας είναι ορατά σε κάθε τομέα της ζωής μας, ως άτομα αλλά και ως σύνολο.      
Ας πάρουμε σαν παράδειγμα μερικές «ασήμαντες» υποχωρήσεις της «πολιτείας» μας οι οποίες όμως οδήγησαν σε άλλες λιγότερο ασήμαντες απαιτήσεις. Πολλές φορές η δοκιμασία του φρονήματος και της αποφασιστικότητας γίνεται στα πλαίσια έναρξης «δημοκρατικού διαλόγου» και «διαβούλευσης κοινωνικών εταίρων» για να βρεθούν κάποιες «κοινά αποδεκτές» λύσεις σε προβλήματα που κατ’ουσία δεν είναι παρά απαιτήσεις όσων θέλουν να ανατρέψουν την ισχύουσα κατάσταση προς όφελος τους εντός της «πολιτείας» (κοινωνικά/ οικονομικά θέματα). Άλλες φορές το συγκεκριμένο «τεστ αντοχής και υποχωρητικότητας» πραγματοποιείται από ξένους παράγοντες οι οποίοι έχουν ως στόχο την ίδια την «πολιτεία». Δεν καταδικάσαμε την «αφελή» φιλολογία περί της πώλησης δημόσιας περιουσίας, όταν αυτή προερχόταν από φυλλάδες του εξωτερικού και τώρα αυτό αποτελεί απαίτηση της τρόικας. Εφόσον η αντίδραση μας έδειξε σημάδια διαλλακτικότητας ήταν σίγουρο ότι θα επαναληφθούν σε πιο έντονη μορφή, έτσι λοιπόν φτάσαμε σήμερα να γίνεται υπό την απειλή διακοπής της οικονομικής βοήθειας. Δεν καταδικάζουμε την απαίτηση των «συμβολικών» απολύσεων στο δημόσιο και «αύριο» θα μας τεθεί ως όρος για την έβδομη δόση. Το γεγονός της μη οριστικής και καταδικαστικής άρνησης της χώρας μας να ανοίξει τέτοια θέματα, είναι η σταγόνα αίματος που ερεθίζει τα αρπακτικά να επιτεθούν. Τι περιμένουμε; Να τεθεί όρος για την όγδοη δόση η πώληση της Ακρόπολης;
Πολύς λόγος γίνεται, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, για τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» στην πολιτική της χώρας, μόνο που δεν αποτελούν τίποτα άλλο από βαρύγδουπες εκφράσεις, κενές περιεχομένου. Πώς μπορεί μία κοινωνία να θέσει όρια όταν οι αξίες έχουν παραμεριστεί; Πώς μπορεί μία κοινωνία να απαιτήσει σεβασμό όταν δεν έχει ξεκαθαρίσει, πρώτα, μέχρι ποιο σημείο μπορεί να υποχωρήσει (ζητώντας φυσικά τα αντίστοιχα ανταλλάγματα κάθε φορά) προτού να φτάσει στο σημείο όπου τίθεται το casus belli κυριολεκτικά ή μεταφορικά (και ο οικονομικός πόλεμος είναι μία μορφή πολέμου). Είναι το εθνικό έδαφος κάτι που μπορούμε να παραχωρήσουμε έναντι χρημάτων; Είναι στα πλαίσια των διαπραγματεύσιμων, τμήματα εδάφους και εθνικοί πόροι; Μήπως δεν έχουμε το δικαίωμα να διαπραγματευτούμε με πράγματα που παραλάβαμε από τους προγόνους μας (κερδισμένα με αίμα και όχι με χρήματα); Μήπως έχουμε υποχρέωση να τα παραδώσουμε στους απογόνους μας;
Οι υποχωρήσεις και η διαλλακτικότητα είναι απαραίτητες για κάθε πολιτεία αλλά με την προϋπόθεση να γίνονται μέσα στα κατάλληλα πλαίσια και να εξυπηρετούν, πάντα, το συμφέρον της. Είναι δυνατόν να υποχωρεί κάποιος χωρίς να δείχνει αδυναμία αλλά για να γίνει αυτό πρέπει η όποια υποχώρηση να γίνει μέσα σε αποδεκτά πλαίσια και πάντα με τα αντίστοιχα ανταλλάγματα. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, όταν θίγονται τα ουσιαστικά δικαιώματα και κεκτημένα, η πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα να υποχωρήσει ούτε καν στα… ασήμαντα. Θα ήταν επαίσχυντο να χάσουμε στην ειρήνη,  έναντι χρημάτων, αυτά που κερδίσαμε, στον πόλεμο, έναντι δακρύων και αίματος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου